ανθρώπειος

ανθρώπειος
ἀνθρώπειος, -α, -ον (AM)
1. ανθρώπινος* (σε αντίθεση με το θείος και το μυθικός)
2. αυτός που ταιριάζει στον άνθρωπο, που δεν ξεπερνά τις δυνάμεις του
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνθρώπειον
το ανθρώπινο γένος, η ανθρώπινη φύση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνθρώπειος — human masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπείων — ἀνθρώπειος human fem gen pl ἀνθρώπειος human masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπείως — ἀνθρώπειος human adverbial ἀνθρώπειος human masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρώπειον — ἀνθρώπειος human masc acc sg ἀνθρώπειος human neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπείαις — ἀνθρώπειος human fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπείη — ἀνθρώπειος human fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπείην — ἀνθρώπειος human fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπείοις — ἀνθρώπειος human masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπείου — ἀνθρώπειος human masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπείους — ἀνθρώπειος human masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”