- ανθρώπειος
- ἀνθρώπειος, -α, -ον (AM)1. ανθρώπινος* (σε αντίθεση με το θείος και το μυθικός)2. αυτός που ταιριάζει στον άνθρωπο, που δεν ξεπερνά τις δυνάμεις του3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνθρώπειοντο ανθρώπινο γένος, η ανθρώπινη φύση.
Dictionary of Greek. 2013.